αγεροκόμητος

αγεροκόμητος
η , ο неухоженный; одинокий (о стариках)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αγεροκόμητος" в других словарях:

  • αγεροκόμητος — η, ο [γεροκομώ] βλ. αγηροκόμητος …   Dictionary of Greek

  • αγεροκόμητος — η, ο εκείνος που δε γεροκομήθηκε: Άφησαν τον πατέρα τους αγεροκόμητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγηροκόμητος — και αγεροκόμητος, η, ο (Μ ἀγηροκόμητος, ον) [γηροκομῶ] αυτός που δεν τόν περιποιούνται ή δεν τόν περιποιήθηκαν με στοργή στα γηρατειά του …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»